προκαθαίρω

προκαθαίρω
προκᾰθαίρω,
A purge first, Dsc.Eup.1.19; prune, strip off first,

ἐκ πλαγίου τὰ φύλλα Gp.5.29.2

;

τὴν πικρίδα Sammelb.6797.14

, al. (iii B. C.), cf. PCair.Zen.729.4 (iii B. C.): abs., PLond.ined.2313r (iii B. C.): —[voice] Med., discharge prematurely,

τὰ λόχια Hp.Foet.Exsect.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκαθαίρω — ΜΑ [καθαίρω] καθαρίζω προηγουμένως, εξαγνίζω εκ τών προτέρων («ψυχή προκεκαθαρμένη», Κλήμ. Αλ.) μσν. (σχετικά με φυτά) κόβω εκ τών προτέρων για καθαρισμό αρχ. (σχετικά με τα λόχια) εκκρίνω πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • προκαθαιρώ — έω, ΜΑ [καθαιρῶ] μσν. καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του προηγουμένως αρχ. καταστρέφω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”